- μεγαλοδωρία
- μεγᾰλο-δωρία, ἡ,A munificence, Luc.Sat.4, DMort.6.4, Anach.9, Hld.9.24, CPHerm.121.13 (iii A.D.): pl., Hdn.2.3.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοδωρία — μεγαλοδωρίᾱ , μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc/acc dual μεγαλοδωρίᾱ , μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρίᾳ — μεγαλοδωρίαι , μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc pl μεγαλοδωρίᾱͅ , μεγαλοδωρία munificence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρία — η (ΑM μεγαλοδωρία και μεγαλοδωρεά) [μεγαλόδωρος] το να δωρίζει κάποιος μεγάλα και ακριβά δώρα ή να κάνει μεγάλες δωρεές, γενναιοδωρία … Dictionary of Greek
μεγαλοδωρίας — μεγαλοδωρίᾱς , μεγαλοδωρία munificence fem acc pl μεγαλοδωρίᾱς , μεγαλοδωρία munificence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρίαι — μεγαλοδωρία munificence fem nom/voc pl μεγαλοδωρίᾱͅ , μεγαλοδωρία munificence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρίαν — μεγαλοδωρίᾱν , μεγαλοδωρία munificence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοδωρίαις — μεγαλοδωρία munificence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού ηγεμονικού, τού ικανού να ηγεμονεύει 2. μεγαλοπρέπεια, μεγαλοδωρία που ταιριάζει σε ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμονικός. Η λ., στον λόγιο τ. ηγεμονικότης, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μεγαλοδωρεά — μεγαλοδωρεά, ή (ΑM) βλ. μεγαλοδωρία … Dictionary of Greek
μεγαλομέρεια — μεγαλομέρεια, ἡ (Α) [μεγαλομερής] 1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών 2. μεγάλο μέγεθος 3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία … Dictionary of Greek
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek